- οφθαλμοφάνεια
- ὀφθαλμοφάνεια, ἡ (ΑΜ, Μ και ὀφθαλμοφανία) [οφθαλμοφανής]μσν.το να είναι κάτι ορατόαρχ.οπτική απάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… … Dictionary of Greek